- ανελικτικός
- η , όν эволюционный, относящийся к эволюции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανελικτικός — ή, ό (Μ ἀνελικτικός, ή, όν) [ανελίσσω] εκείνος που αναφέρεται στην ανέλιξη, ο κατάλληλος για ανέλιξη … Dictionary of Greek
ανελικτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ανέλιξη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)